χαριστικάριος

χαριστικάριος
ὁ, Μ
(στο Βυζ.) αυτός που προσέφερε κάτι ως δώρο ή ως αφιέρωμα σε εκκλησία ή σε ίδρυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαριστικός + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντ-άριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”